Ιστορία
Ιστορία


Η Αμοργός ήταν γνωστή στην αρχαιότητα με τις ονομασίες Παγκάλη, Ψυχία, Καρκησία και Μελανία. Σύμφωνα με τις λιγοστές γραπτές μαρτυρίες είχε τρεις πόλεις, την Aιγιάλη, την Aρκεσίνη και τη Mινώα, ενώ τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν πως το νησί πρωτοκατοικήθηκε στην όψιμη 5η π.Χ. χιλιετία, την Ύστερη ή Νεώτερη Νεολιθική περίοδο.

 

H Aμοργός υπήρξε από τα σημαντικότερα κέντρα του κυκλαδικού πολιτισμού, ενώ αμοργινής προέλευσης είναι και τα κυκλαδικά ειδώλια, φτιαγμένα από κατάλευκο μάρμαρο που προερχόταν από την Πάρο ή τη Νάξο. Στον σημαντικό αυτό ρόλο του νησιού, ασφαλώς έπαιξε ρόλο τόσο η πλεονεκτική του γεωγραφική θέση, όσο και το φυσικό λιμάνι των Καταπόλων, μεγάλο και ασφαλές, σε συνδυασμό και με τους άλλους απάνεμους όρμους του νησιού.

 

Η Aμοργός συμμετέχει στην A΄ Aθηναϊκή Συμμαχία το 434 π.X., ενώ οι κάτοικοι και των τριών πόλεων αναφέρονται με το κοινό όνομα Aμόργιοι. Αναπτύσσονται ιδιαίτερα οι σχέσεις με άλλα νησιά, όπως η Πάρος, η Νάξος και η Σάμος, αλλά και με την Αθήνα. Στην περίοδο αυτή ανάγεται και η κατασκευή του Πύργου της Αγ.Τριάδας και του οχυρού της Αρκεσίνης. Eπιγραφικά τεκμηριωμένη είναι η συμμετοχή των Aμοργίων και στη B΄ Aθηναϊκή Συμμαχία, το 357 π.X.

 

Οι αλλεπάλληλες διαδοχές στην κυριαρχία του Αιγαίου που ακολούθησαν, καθίστανται σαφείς και από τις πολυάριθμες επιγραφές που βρέθηκαν στο νησί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μετά τη ναυμαχία της Αμοργού το 322 π.Χ. και την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου, ο έλεγχος του Αιγαίου περνάει στους Μακεδόνες. Μέχρι και το τέλος του 2ου π.Χ. αιώνα ακολουθούν οι Πτολεμαίοι, οι Σάμιοι, οι Ρόδιοι και οι Ρωμαίοι. Οι επιγραφές μας δίνουν επίσης χρήσιμα στοιχεία για την οικονομική κατάσταση και τους θεσμούς, καθώς και για την εγκατάσταση ξένων στις 3 πόλεις, των Σαμίων στη Μινώα, των Ναξίων στην Αρκεσίνη και των Μιλησίων στην Αιγιάλη.

 

Κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας (1ος π.Χ. – 4ος μ.Χ. αι.) το νησί υπάγεται αρχικά στη νεοσύστατη ρωμαϊκή Επαρχία της Ασίας, ενώ αργότερα εντάσσεται στην Επαρχία των νήσων με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Ωστόσο, η πλεονεκτική γεωγραφική θέση της Αμοργού και το ασφαλές λιμάνι των Καταπόλων αποτελούν παράγοντες διασφάλισης της πολιτιστικής ανάπτυξης του νησιού.

 

Τον 4ο μ.Χ. αι. ολοκληρώνεται η σταδιακή μετακίνηση του πληθυσμού από τις τρεις αρχαίες πόλεις προς τα παράλια και την ενδοχώρα. Το 1837 φτάνει στην Αμοργό ο βαυαρός ελληνιστής και πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Λουδοβίκος Ρος (Ludwig Ross, 1806 -1859), ο οποίος αναγνώρισε τα ερείπια και των τριών αυτών αρχαίων πόλεων. Έκτοτε ωστόσο, ερασιτεχνικές ανασκαφές που ακολούθησαν, καθώς και η χρήση αρχαίων λίθων για το χτίσιμο νεότερων οικημάτων αλλοίωσαν τα σωζόμενα ερείπια. Η συστηματική αρχαιολογική έρευνα της Λίλας Μαραγκού, καθηγήτριας Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, έφερε στο φως νέα σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη της Αμοργού στο πέρασμα των αιώνων, όπως με εξαιρετικό τρόπο αποτυπώνονται και στις αντίστοιχες εκδόσεις Αμοργός I - H Μινώα, η πόλις, ο λιμήν και η μείζων περιφέρεια και Αμοργός ΙΙ - Οι αρχαίοι πύργοι.

 

Για την ιστορία της Αμοργού από τον 4ο αι. ως τους Νεώτερους Χρόνους έχουμε πολλές μαρτυρίες, κυρίως υλικές. Η αναγνώριση από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 313 του Χριστιανισμού ως ισότιμης και επίσημης θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους συνεπάγεται αφενός τη μετατροπή των αρχαίων λατρευτικών ναών σε χριστιανικές εκκλησίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Παναγία την Καταπολιανή και αφετέρου το χτίσιμο νέων χριστιανικών ναών. Κατά την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (7ος – 9ος αι.), υπό τον αντίκτυπο των αραβοπερσικών επιδρομών και της κατάληψης της Κρήτης από τους Σαρακηνούς, οι Αμοργιανοί εγκαταλείπουν σταδιακά τα παράλια και εγκαθίστανται στην ενδοχώρα. Στους χρόνους αυτούς ανάγεται και ο οικιστικός πυρήνας της Χώρας ή Κάστρου, όπως μέχρι πρόσφατα ονομαζόταν. Η Μέση Βυζαντινή περίοδος (όψιμος 9ος – 1204) χαρακτηρίζεται από το γεγονός της ανέγερσης της Μονής της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας.

 

Το 1207 το νησί κατακτούν οι Ενετοί (1207-1269, 1296-1537) και η Αμοργός υπάγεται πλέον στο Δουκάτο της Νάξου, εκτός της περιόδου 1269-1296 στη διάρκεια της οποίας βρίσκεται υπό τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη. Κατά την ενετοκρατία, στη Χώρα - που ήταν και η έδρα των ενετών ηγεμόνων - ενισχύεται με πολεμίστρες ο οχυρωτικός τοίχος στην κορυφή του βράχου, δημιουργούνται οι εσωτερικές πλακόστρωτες πλατείες, που ακόμα και σήμερα καλούνται «Λόζα» (λατιν. Loggia) και χτίζεται ο Πύργος του Γαβρά, όπου σήμερα στεγάζεται η αρχαιολογική συλλογή.

 

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1537-1824), η Αμοργός ακμάζει οικονομικά, γεγονός το οποίο οφείλεται και στην παντελή απουσία Τούρκων στο νησί. Παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η Μονή της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, την ευημερία της οποίας μαρτυρούν και τα πατριαρχικά σιγίλλια που αναγνωρίζουν τα προνόμιά της, ενώ οι ανακαινίσεις πολλών εκκλησιών μαρτυρούν και την άνθιση της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.

 

Η Αμοργός προσχώρησε αμέσως στην Επανάσταση το 1821 και το 1822 έγινε έδρα Eπαρχείου του υπό σύστασιν Nέου Eλληνικού Kράτους. Έως την επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας το 1834, το Kοινοτικό Σύστημα Διοίκησης που εφαρμοζόταν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας διαδέχθηκε ο θεσμός της Δημογεροντίας. Το 1829 και πριν από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, ιδρύεται στη Χώρα με έξοδα της Μονής Σχολαρχείο, ένα από τα πρώτα ελληνικά σχολεία. Στα τέλη του 19ου αι. σημειώνεται σημαντικός εκπατρισμός Αμοργιανών στη Σύρο, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια και την Αμερική, κάτι που παρατηρείται ξανά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μείωση αυτή του μόνιμου πληθυσμού σε συνδυασμό με την ανομβρία που σημειώθηκε μετά τον σεισμό του 1956, όταν τα πηγάδια στέρεψαν, γιατί τα νερά άλλαξαν πορεία, συνέτεινε στη συρρίκνωση των καλλιεργειών.

 

Η Αμοργός σήμερα είναι ένα νησί που, παρά την – ήπια – τουριστική ανάπτυξη έχει καταφέρει να διατηρήσει αλώβητο το υπέροχο φυσικό τοπίο. Ο μόνιμος πληθυσμός ανέρχεται βάσει της τελευταίας απογραφής πληθυσμού το 2001 σε 1859 άτομα, με κύριες πηγές βιοπορισμού τη γεωργία, την αλιεία και τον τουρισμό. Πολλές παραδοσιακές γωνιές, γειτονιές και συνοικίες του νησιού, όπως στα Κατάπολα, τον Ποταμό, τη Λαγκάδα, την Κάτω Μεριά και τη Χώρα, διατηρούν ακέραιο τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα, με χαρακτηριστικά τα πλακόστρωτα στενά δρομάκια, εκκλησίες και εκκλησάκια, δημοτικά πηγάδια και μύλους, όλα ενδεικτικές εικόνες ανώνυμης αρχιτεκτονικής από τη μακραίωνη ιστορία του Βυζαντίου, της Ενετοκρατίας, της Τουρκοκρατίας και του νεότερου ελεύθερου ελληνικού βίου.